Ιάπωνας

Ιάπωνας
ο
θηλ. -ίδα ο ιθαγενής κάτοικος της Ιαπωνίας ή ο καταγόμενος από αυτή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ιάπωνας — ο, θηλ. ίδα και Γιαπωνέζος, α ο κάτοικος τής Ιαπωνίας …   Dictionary of Greek

  • Σαρακού — Ιάπωνας ζωγράφος, χαράκτης και ηθοποιός (γύρω στο 1790 μετά το 1825). Έζησε στην περίοδο Έντο, ήταν ένας από τους σημαντικότερους ερμηνευτές της σχολής «ουκί γιο ε» και συνδέεται με το όνομα του Ουταμάρο. Ως ζωγράφος πήρε το καλλιτεχνικό… …   Dictionary of Greek

  • Σεσού — Ιάπωνας ζωγράφος (Ακαχάμα, Μπίτσου 1420 ναός του Νταϊκιάν, κοντά στη Μασούντα, Ιουάνι 1507). Μαθητής του Σουμπούν, ήταν ο μεγαλύτερος δάσκαλος της ζωγραφικής με σινική μελάνη της περιόδου Μουρομάτσι (1333 1573) και ένας από τους μεγαλύτερους όλης …   Dictionary of Greek

  • Σοτάτσου, Νονομούρα — Ιάπωνας ζωγράφος γνωστός και με το όνομα Ταουαράγια Σοάτσου (1576 1643). Πολύ λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του, εκτός από το γεγονός ότι εργάστηκε στο Κιότο, ακολουθώντας το ρυθμό Γιαμάτοε, κατά τη διδασκαλία του Ονάμι Κογιέτσου, στη σχολή του… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Κουροσάβα, Ακίρα — (Akira Kurosawa, Τόκιο 1910 – 1998). Ιάπωνας σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Σπούδασε ζωγραφική και μολονότι είχε αποσπάσει σημαντικά βραβεία, το 1943 στράφηκε στον κινηματογράφο, αρχικά ξεκινώντας ως βοηθός σκηνοθέτη με το φιλμ… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Κοϊζούμι, Γιουνιχίρο — (Junichiro Koizumi, Γιοκοσούκα 1942 –). Ιάπωνας πολιτικός, πρωθυπουργός της Ιαπωνίας (2001 ). Το 1967 αποφοίτησε από τη σχολή οικονομικών του πανεπιστημίου Κέιο. Το 1972 εξελέγη για πρώτη φορά στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ενώ επανεξελέγη σε δέκα… …   Dictionary of Greek

  • Κοσίμπα, Μασατόσι — (Masatoshi Koshiba, Τογιοχάσι, Ιαπωνία 1926 –). Ιάπωνας φυσικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Τόκιο το 1951 και το 1955 ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στη φυσική στο πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ των ΗΠΑ. Το 1970 ανακηρύχθηκε καθηγητής φυσικής… …   Dictionary of Greek

  • Μιζογκούτσι, Kέντζι — (Kenji Mizoguchi Τόκιο 1898 – Κιότο 1956). Ιάπωνας σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Παρουσίασε την πρώτη σκηνοθετική δουλειά του το 1922 και τέσσερα χρόνια αργότερα, με τη Χάρτινη κούκλα (1926) και τον Τρελό Έρωτα (1926) έδειχνε ήδη πως είχε ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”